Το WordReference δεν έχει τη δυνατότητα να μεταφράσει αυτή τη φράση, μπορείτε όμως να κάνετε κλικ σε κάθε λέξη για να δείτε τη σημασία της:

felt side


Η φράση που αναζητήσατε δεν βρέθηκε.
Η εγγραφή για τον όρο felt παρατίθεται στη συνέχεια.

Δείτε επίσης: side
  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
  • English Usage
Σε αυτή τη σελίδα: felt, feel

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
felt n (fabric)τσόχα ουσ θηλ
  (σπάνιο)κετσές ουσ αρσ
 The blanket was made of felt.
 Η κουβέρτα ήταν από τσόχα.
felt n as adj (of felt fabric)τσόχινος επίθ
 He wore an old felt hat.
 Φορούσε ένα παλιό τσόχινο καπέλο.
felt [sth] vtr (turn into felt)μη διαθέσιμη μετάφραση
 You can felt a piece of knitted fabric by washing it at a very high temperature.
felt [sth] vtr (cover with felt)που καλύπτεται με τσόχα περίφρ
  είμαι καλυμμένος με τσόχα περίφρ
 The ornament was felted on the base to protect the table.
 Το στολίδι ήταν καλυμμένο με τσόχα στην βάση του για την προστασία του τραπεζιού.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
feel [sth] vtr (sense by touch)αισθάνομαι, νιώθω ρ μ
 He felt her hand on his shoulder.
 Αισθάνθηκε (or: ένιωσε) το χέρι της στον ώμο του.
feel [sth] vtr (examine by touch) (εξερευνώ με την αφή)ψηλαφώ, ψηλαφίζω ρ μ
  (μτφ: αγγίζω απαλά)χαϊδεύω ρ μ
 She felt the cloth to see how good it was.
 Ψηλάφισε το ύφασμα για να ελέγξει την ποιότητά του.
 Χάιδεψε το ύφασμα για να ελέγξει την ποιότητά του.
feel [sth] vtr (sense, detect: not by touch)νιώθω ρ μ
  διαισθάνομαι ρ μ
 I felt hostility in his voice.
 Ένιωσα εχθρότητα στη φωνή του.
feel [sth] vtr (be conscious of)αισθάνομαι, νιώθω ρ μ
 He could feel her gaze on him.
 Μπορούσε να αισθανθεί το βλέμμα της επάνω του.
feel,
feel that
vtr
(with clause: think) (ότι, πως)αισθάνομαι ρ μ
  νιώθω ρ μ
 He felt that her actions were unfair.
 Αισθανόταν ότι οι πράξεις της ήταν άδικες.
feel vi (+ adj: experience condition)αισθάνομαι, νιώθω ρ μ
 I'm over the worst of my flu but I still feel a bit weak.
 Ξεπέρασα τη χειρότερη φάση της γρίπης, αλλά αισθάνομαι (or: νιώθω) ακόμη αδύναμος.
feel vi (+ adj: experience emotion)αισθάνομαι, νιώθω ρ μ
 I felt really embarrassed.
 Αισθάνθηκα πραγματικά ντροπιασμένος.
feel vi (+ noun: perceive self as)αισθάνομαι, νιώθω ρ μ
 I felt a fool when she pointed out my mistake.
 Ένιωσα (or: Αισθάνθηκα) χαζός, όταν επεσήμανε το λάθος μου.
feel vi (+ adj: have detectable quality) (ότι κάτι έχει ιδιότητα)αισθάνομαι, νιώθω ρ μ
  δίνω την αίσθηση περίφρ
 The floor felt wet.
 Ένιωσα ότι το πάτωμα ήταν υγρό.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
feel n (quality perceived by touch)αίσθηση ουσ θηλ
 I like the feel of silk on my skin.
 Μου αρέσει η αίσθηση του μεταξιού στο δέρμα μου.
feel n (impression)αίσθηση ουσ θηλ
 It's a café but it has the feel of a pub.
 Καφετέρια είναι, αλλά δίνει την αίσθηση μιας παμπ.
feel n (sense of touch)αφή ουσ θηλ
 Without electricity, he had to move by feel.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Ήταν σκοτεινά και έπρεπε να βασιστούμε στην αφή για να βρούμε την έξοδο.
feel n (touching with a hand)άγγιγμα ρ μ
 A quick feel of the fabric was enough to tell Ellen that it wasn't what she wanted.
feel vi (search by touch)ψηλαφίζω, ψηλαφώ ρ μ
  (με το χέρι)ψάχνω ρ μ
  (κατά λέξη)ψάχνω χρήση της αφής περίφρ
 She felt below the chair but could not find her pen.
feel vi (have emotions)έχω συναισθήματα περίφρ
 He is a man who feels strongly.
feel vi (have compassion)συμπάσχω ρ αμ
  (κάποιον, κάτι)συμπονώ ρ μ
 When I see suffering, I really feel.
feel [sth] vtr (be affected by)νιώθω, αισθάνομαι ρ μ
 He felt the full force of the crash.
felt [sth] vtr (detect)αισθάνομαι, νιώθω ρ μ
  αναγνωρίζω ρ μ
 He felt her anger at the other end of the phone.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Phrasal verbs
feel | felt
ΑγγλικάΕλληνικά
feel for [sb] vtr phrasal insep informal (have sympathy) (με κάποιον)συμπάσχω ρ αμ
  συμπονώ, συμπαθώ ρ μ
 I really feel for him since he lost his job.
feel for [sb] vtr phrasal insep informal (be in love) (με κάποιον)είμαι ερωτευμένος ρ αμ
feel [sth] out,
feel out [sth]
vtr phrasal sep
(ascertain nature of situation)βολιδοσκοπώ ρ μ
  (καθομιλουμένη)παίρνω μια ιδέα για κτ έκφρ
 The President travelled to the provinces to feel out the mood of the people.
 Ο Πρόεδρος ταξίδεψε στην επαρχία για να βολιδοσκοπήσει τις διαθέσεις του λαού.
feel [sb] up vtr phrasal sep informal (fondle sexually)θωπεύω ρ μ
  (καθομιλουμένη)χαϊδεύω, χουφτώνω, μπαλαμουτιάζω ρ μ
 She accused the man of trying to feel her up.
 Κατηγόρησε τον άντρα ότι προσπάθησε να τη χαϊδέψει (or: χουφτώσει).
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
felt | feel
ΑγγλικάΕλληνικά
deep-felt adj (condolences, sympathy: sincere)ειλικρινής επίθ
  από τα βάθη της καρδιάς μου έκφρ
felt pen n (fiber-tipped marker pen)μαρκαδόρος ουσ αρσ
 You can write on anything with a felt pen -- paper, wood, even metal.
 Με μαρκαδόρο μπορείς να γράψεις πάνω σε οτιδήποτε: χαρτί, ξύλο, ακόμα και μέταλλο.
felt tip n informal (fiber-tipped marker pen)μαρκαδόρος ουσ αρσ
  μαρκαδοράκι ουσ ουδ
 Mark the position on the wall using a felt tip.
 My daughter loves colouring with felt tips.
felt-tip pen,
felt-tipped pen
n
(fiber-tipped marker)μαρκαδοράκι ουσ ουδ
needled felt n (wool matted using a special tool) (ύφασμα)βελονωτή τσόχα επίθ + ουσ θηλ
  βελονωτό πίλημα επίθ + ουσ ουδ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση felt side στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «felt side».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!